-
1 συρμος
ὅ1) сильный напор, порыв(πρηστήρων Plat.; ἀνέμων Anth.)
νιφετῶν συρμοί Anth. — снегопад;χαλαζήεις σ. Anth. — ливень с градом, сильный град2) длинный след(συρμοὴ τῆς ἀσπίδος Plut.)
1 συρμος
(πρηστήρων Plat.; ἀνέμων Anth.)
(συρμοὴ τῆς ἀσπίδος Plut.)